- πληρωμή
- και πλερωμή, η, Ν [πληρώνω / πλερώνω]1. η καταβολή αντιτίμου, η καταβολή τής αξίας αγοραζόμενου πράγματος2. η καταβολή χρηματικού ποσού για παραχθείσα εργασία ή προσφερθείσα υπηρεσία, αμοιβή3. η επιστροφή οφειλόμενων χρημάτων, εξόφληση χρέους4. μτφ. η ανταμοιβή («έγιανε ο νιος κι η κόρη πήρε πληρωμή καθάριο δαχτυλίδι κι όλο μάλαμα», Κρυστάλλ.)5. φρ. α) «πληρωμή με αντικαταβολή» — η εξόφληση τής αξίας ενός εμπορεύματος κατά την παραλαβή τουβ) «πληρωμή με προθεσμία» — ο διακανονισμός μιας οφειλής μετά από πάροδο ορισμένου χρόνου από τη στιγμή που έγινε η συναλλαγήγ) «διεθνείς πληρωμές» — πληρωμές που διενεργούνται σε ξένα νομίσματα και αφορούν δαπάνες για εισαγωγές, για ξένες υπηρεσίες, τουρισμό, σπουδές στο εξωτερικό, κ.ά. περιπτώσειςδ) «εξωτερικές πληρωμές» — πληρωμές που διενεργούνται από χώρα σε χώρα για οποιονδήποτε λόγο και που εμφανίζονται στο ισοζύγιο πληρωμώνε) «ισοζύγιο πληρωμώνλογιστική κατάσταση που απεικονίζει την αξία όλων τών οικονομικών συναλλαγών μεταξύ τών κατοίκων μιας χώρας και τών κατοίκων άλλων χωρών και διακρίνεται σε ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και σε ισοζύγιο κινήσεως κεφαλαίων.
Dictionary of Greek. 2013.